- καταπτοώ
- (AM καταπτοῶ, -έω)προξενώ μεγάλο φόβο σε κάποιον, κατατρομάζω, φοβίζω, κάνω κάποιον να δειλιάσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πτοῶ «φοβίζω, τρομάζω κάποιον»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπτοώ — καταπτοώ, καταπτόησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπτοώ — καταπτόησα, καταπτοήθηκα, καταπτοημένος, καταφοβίζω κάποιον, τον κατατρομάζω: Καταπτοήθηκε τόσο πολύ, ώστε δεν ήθελε να ξαναδοκιμάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαταπτόητος — η, ο (Α ἀκαταπτόητος, ον) [καταπτοῶ] ατρόμητος, άφοβος … Dictionary of Greek
καταπτόηση — η εκφόβιση, εκφοβισμός, πανικός, κατατρόμαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπτοῶ. Η λ., στον λόγιο τ. καταπτόησις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
καταφοβίζω — (επιτ. τ. τού φοβίζω) προξενώ σε κάποιον υπερβολικό φόβο, καταπτοώ, κατατρομάζω, τρομοκρατώ κάποιον … Dictionary of Greek
περιπτοώ — έω, Α φοβίζω κάποιον υπερβολικά, καταπτοώ, κατατρομάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πτοῶ «τρομάζω, καταβάλλω»] … Dictionary of Greek
προκαταπτοώ — έω, Μ κατατρομάζω εκ τών προτέρων, προ καταπλήσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταπτοῶ «φοβίζω, κατατρομάζω»] … Dictionary of Greek
προσκαταπτοιώ — έω, Α καταπτοώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατά + πτοιῶ, άλλος τ. του πτοῶ] … Dictionary of Greek